- αυτόμαρτυς
- αὐτόμαρτυς (-υρος), ο, η (Α)αυτόπτης μάρτυρας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αὐτόμαρτυς — oneself the witness masc/fem voc sg αὐτόμαρτυς oneself the witness masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… … Dictionary of Greek